βιβλιοφύλακας

βιβλιοφύλακας
ο (Μ βιβλιοφύλαξ)
αυτός που φυλάει τα βιβλία σε βιβλιοθήκη
νεοελλ.
βαθμός υπαλλήλου δημόσιας βιβλιοθήκης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βιβλιοφύλακας — ο αυτός που φυλάει μια βιβλιοθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • Γραδενίγος, Αλοΐσιος Αμβρόσιος — (Χανιά 1616 – Βενετία 1680).Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και εκδότης. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τα νεανικά του χρόνια. Όταν άρχισε πάντως ο Κρητικός πόλεμος με την απόβαση των Τούρκων στη Κρήτη (1645), ο Γ. ήταν ήδη πρωτοπαπάς των Χανίων και με… …   Dictionary of Greek

  • Ηλιακόπουλος, Διονύσιος — (Ζάκυνθος 1855 – 1895). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Ίδρυσε την εφημερίδα Πατρίς της Ζακύνθου (1874), που διακρίθηκε για την αρθρογραφία της. Συνέπεια της αρθρογραφίας αυτής ήταν μια δολοφονική απόπειρα εναντίον του (1889). Το 1883 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρομάτης, Ιωάννης — (16ος αι.). Λόγιος από την Κέρκυρα. Έζησε πολλά χρόνια στη Βενετία και στη Νάπολη, όπου διετέλεσε βιβλιοφύλακας και συνέταξε κατάλογο χειρογράφων και βιβλίων που φυλάσσονταν στις εκάστοτε βιβλιοθήκες στις οποίες εργάστηκε. Στη βιβλιοθήκη του… …   Dictionary of Greek

  • Σόνεκ, Όσκαρ — (Sonneck). Αμερικανός μουσικολόγος (Τζέρσεϊ Σίτι 1873 Νέα Υόρκη 1928). Σπούδασε, από το 1883 ως το 1897, στο Κίελο, στη Φρανκφούρτη και στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου όπου είχε καθηγητή τον Σάντμπεργκερ. Μετά από ένα ταξίδι στην Ιταλία για μελέτες… …   Dictionary of Greek

  • Χαιρήμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός, γιος του Χαρικλέα. Αποβιβάστηκε στη Μεθώνη το 416 π.Χ., ως αρχηγός στόλου στα παράλια της Μακεδονίας, για να χτυπήσει τον Περδίκκα. Η σύγκρουση όμως ματαιώθηκε γιατί μεσολάβησε η συνδιαλλαγή των… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθηκάριος — ο, η υπάλληλος βιβλιοθήκης ο οποίος έχει την ευθύνη της ταξινόμησης, της συντήρησης και της φύλαξης των βιβλίων, ο βιβλιοφύλακας: Εργάζεται ως βιβλιοθηκάριος στη δημοτική βιβλιοθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”